Εφαρμογή του

dénouer στα ελληνικά
dénouer
λέγεται
ντενουέ
.
dénouer
σημαίνει στα ελληνικά
ξεδένω / λύνω / se dénouer παίρνω τέλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dénouer : προβαίνει σε εκκαθάριση
- dénouer : κλείνω / ρευστοποιώ
- dénouer une position : κλείσιμο μιας θέσης / ρευστοποίηση μιας θέσης
- non encore dénouées : (πράξεις) που εκκρεμούν ακόμα
- opérations à terme non dénouées : προθεσμιακές πράξεις που δεν έχουν αποπερατωθεί
- position de négociation non dénouée : ατελής συναλλαγή
- opération non dénouée après la date de livraison prévue : συναλλαγή που δεν έχει διακανονισθεί μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία παράδοσης
- opérations en monnaies étrangères à terme et au comptant non encore dénouées : εκκρεμούσες πράξεις σε ξένα νομίσματα προθεσμιακές ή τοις μετρητοίς
Subscribe
0 Comments