Εφαρμογή του

densité στα ελληνικά
densité
λέγεται
ντανσιτέ
.
densité
σημαίνει στα ελληνικά
πυκνότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- densité / densité relative : σχετική πυκνότητα (Preferred) / ειδικό βάρος (Obsolete)
- densité : πυκνότητα/ειδικό βάρος
- densité : πυκνότητα
- densité : πυκνότης
- densité / densité optimale : βέλτιστη πυκνότητα
- densité / poids spécifique : ειδικόν βάρος
- densité : πυκνότης,συχνότης
Subscribe
0 Comments