Εφαρμογή του

dépasser στα ελληνικά
dépasser
λέγεται
ντεπασέ
.
dépasser
σημαίνει στα ελληνικά
ξεπερνώ / περνώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dépasser : να προεξέχει / να υπερβαίνει
- S4749 / S47-49 : Σ47/49
- coma dépassé : εγκεφαλικός θάνατος,θάνατος φλοιωδών κέντρων του εγκεφάλου
- coma dépassé / coma irréversible : κλινικός θάνατος / μη αναστρέψιμο κώμα
- S47 / conserver à une température ne dépassant pas ... °C (à préciser par le fabricant) : Σ47 / διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°C(καθορίζεται από τον κατασκευαστή)
- au plus tard : το αργότερο
- émetteur excentré / véhicule dépassant les normes d’émission : όχημα με υπερβολικές εκπομπές
- dépasser le montant de / souscrire excessivement à : εγγραφές στην έκδοση που υπερβαίνουν τον αριθμό των νέων τίτλων
- date de paiement dépassée : ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο
- séjour de moins de trois mois (Preferred) / séjour inférieur à trois mois (Admitted) : διαμονή βραχύτερη των τριών μηνών (Preferred) / διαμονή έως τρεις μήνες (Admitted)
Subscribe
0 Comments