Εφαρμογή του

dépôt στα ελληνικά
dépôt
λέγεται
ντεπό
.
dépôt
σημαίνει στα ελληνικά
κατάθεση / απόθεση / κατακάθι / αποθήκη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dépôt : κατάθεση
- dépôt / réserves : αποθήκη
- dépôt : ίζημα
- dépôt : ίζημα / απόθεσις
- dépôt : κατακάθι
- dépôt / soumission : υποβολή
- dépôt : κατάθεσις
- dépôt / accumulation : συσσώρευσις
Subscribe
0 Comments