Εφαρμογή του

dérive στα ελληνικά
dérive
λέγεται
ντερίβ
.
dérive
σημαίνει στα ελληνικά
μετακίνηση / à Ia dérive έρμαιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dérive / embrun : μετατόπιση αερολυμάτων
- dérive : εκτροπή,έκπτωση
- dérive : απόκλιση λόγω ανέμου
- dérive : ολίσθηση
- dérive : εκτροπή / απόκλιση
- dérive : ολίσθηση / Διολίσθηση
- dérive : παρέκκλιση / έκπτωση πορείας
- dérive : παρέκκλιση
- dérive : μεταβολή / ολίσθηση αστάθεια
Subscribe
0 Comments