Εφαρμογή του

dériver στα ελληνικά
dériver
λέγεται
ντεριβέ
.
dériver
σημαίνει στα ελληνικά
παρεκκλίνω / πάω όπου με πάει η θάλασσα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dériver : παρασύρομαι
- dériver : παραγωγίζω
- dériver : να διακλαδωθεί
- dérivée : παράγωγος
- débâcle / descente des glaces dérivantes : παράσυρση πάγων
- dérive / errance : περιπλάνηση / άρρυθμη παρέκκλιση πορείας
- dérive / embrun : μετατόπιση αερολυμάτων
- MOX-TMS / dérivé de méthoxine et de triméthylsilyl : MOX-TMS / παράγωγο της μεθοξίνης και του τριμεθυλοσιλανίου
- dérive : εκτροπή,έκπτωση
Subscribe
0 Comments