Εφαρμογή του

dérober στα ελληνικά
dérober
λέγεται
ντερομπέ
.
dérober
σημαίνει στα ελληνικά
κλέβω / αρπάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- porte dérobée : κερκόπορτα
- culture dérobée : επίσπορη καλλιέργεια
- culture dérobée : εμβόλιμη καλλιέργεια
- culture dérobée : ενδιάμεση καλλιέργεια
- cultures dérobées : παροδική συγκαλλιέργεια
- culture dérobée pour vignes défrichées : ενδιάμεση καλλιέργεια για εκχερσωμένα αμπέλια
Subscribe
0 Comments