Εφαρμογή του

déséquilibre στα ελληνικά
déséquilibre
λέγεται
ντεζεκιλίμπρ
.
déséquilibre
σημαίνει στα ελληνικά
ανισορροπία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- déséquilibré : άνισος
- rééquilibrage / réduction des déséquilibres : επανεξισορρόπηση της οικονομίας
- déséquilibrant / déstabilisateur : αποσταθεροποιητικός
- trouble du bilan / déséquilibre métabolique : διαταραχή ισοζύγιου / διαταραχή μεταβολισμού
- déficit commercial / déficit du commerce extérieur : έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου / ανισοσκέλεια εξωτερικών πληρωμών
- système asymétrique / système déséquilibré : ασύμμετρο σύστημα
- marché déséquilibré : μη εξισορροπημένη αγορά
- charge déséquilibrée : φορτίο εκτός θέσεως ισορροπίας
- taux de déséquilibre : συντελεστής ασυμμετρίας
- charge déséquilibrée / déséquilibre de charge : ασυμμετρία ηλεκτρικού φορτίου / ανομοιομορφία ηλεκτρικού φορτίου
Subscribe
0 Comments