Εφαρμογή του

désert στα ελληνικά
désert
λέγεται
ντεζέρ
.
désert
σημαίνει στα ελληνικά
έρημος / ερημικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- désert : έρημος
- pavé du désert / sol en chaussée : ερημικόν λιθόστρωτον
- buse du désert / buteo vulpinus : buteo vulpinus / στεποβαρβακίνα
- varan du désert : βάρανος της ερήμου
- gravelot mongol / pluvier du désert : ερημοσφυριχτής
- buse des déserts : γερακοβαρβακίνα
- ulcère du désert : έλκος της ερήμου
- dattier du désert : βαλανίτης ο αιγυπτιακός
- traquet du désert : ερημοπετρόκλης
Subscribe
0 Comments