Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

détachement στα ελληνικά
détachement
λέγεται
ντετασμάν
.
détachement
σημαίνει στα ελληνικά
απόσπασμα / απόσπαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- détachement : απόσπαση
- détachement : αποστολή / απόσπαση
- stage / détachement : πρακτική
- détachement de bord : απόσπαση άκρου
- date de détachement / date de détachement des coupons : στοιχεία αποκοπής τοκομεριδίων / στοιχεία αποκοπής μερισματογράφων
- point de détachement : μέγιστο όριο πιστωτικής προστασίας
- détachement infantil : παιδική αποξένωσις
- décollage de liaison / séparation de liaison : αποκόλληση σύνδεσης
Subscribe
0 Comments


