Εφαρμογή του

détartrer στα ελληνικά
détartrer
λέγεται
ντεταρτρέ
.
détartrer
σημαίνει στα ελληνικά
ξεπουριάζω / καθαρίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- antitartre / tartrifuge : λεβητολιθόφοβο προϊόν / αντιλεβητολιθικό προϊόν
- machine à détartrer : μηχανή καθαρισμού των λεβήτων από άλατα
- marteau à détartrer : σφυρί αποτρύγωσης
- détartrer une chaudière : αφαιρώ τα άλατα από καζάνι / αφαιρώ τα άλατα από λέβητα
- détartrants à l'acide sulfamique : προϊόντα για απομάκρυνση των αλάτων που περιέχουν σουλφαμινικό οξύ
- détartrants genre acide chlorhydrique passive : προϊόντα τύπου αδρανούς υδροχλωρικού οξέος για απομάκρυνση των αλάτων
Subscribe
0 Comments