Εφαρμογή του

détaxé στα ελληνικά
détaxé
λέγεται
ντεταξέ
.
détaxé
σημαίνει στα ελληνικά
αφορολόγητος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- détaxe : τροποποίηση τελοχρέωσης
- détaxe : έκπτωση / μείωση τιμών
- détaxe / détaxation : φοροαπαλλαγή / άρση φορολογίας
- détaxer : καταργώ φόρο
- demande de détaxe : αίτηση αποφορολόγησης
- boutique hors taxes / comptoir de vente hors taxes : ΚΑΕ / κατάστημα αφορολογήτων ειδών
- accorder une détaxe : αποφορολογώ
- bordereau de détaxe : έντυπο επιστροφής ΦΠΑ
- détaxe à l'exportation / exonération des opérations à l'exportation : απαλλαγές των πράξεων κατά την εξαγωγή
- colis de produits détaxés : δέμα αφορολόγητων ειδών
Subscribe
0 Comments