Εφαρμογή του

détour στα ελληνικά
détour
λέγεται
ντετούρ
.
détour
σημαίνει στα ελληνικά
faire un détour κάνω κύκλο / sans détour χωρίς περιστροφές
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- détour / découpe : περιδιευθετημένο μέρος
- guide-manchon / rail de détour : φιτιλοδηγοί
- barre de détour : ράβδος οδήγησης
- facteur de détour : συντελεστής αλλαγής διαδρομής
- coefficient de détour : συντελεστής απόκλισης
Subscribe
0 Comments