Εφαρμογή του

détourner στα ελληνικά
détourner
λέγεται
ντετουρνέ
.
détourner
σημαίνει στα ελληνικά
υπεξαιρώ / γυρίζω / αποπλανώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- détourner / changer les dispositions : εκτρέπω / αλλάζω διευθέτηση
- détourner : δρομολογώ εναλλακτικά
- détournement / voie d'acheminement détournée : αναδρομολόγηση / εναλλακτική όδευση
- train détourné : αμαξοστοιχία εκτός αρχικής πορείας / αμαξοστοιχία εκτραπείσα της αρχικής της πορείας
- voie détournée / voie d'acheminement détournée : εναλλακτική όδευση
- itinéraire dévié / itinéraire détourné : διαδρομή με παράκαμψη
- détournement d'usage / détournement de fonction : κίνδυνος αποκλίνουσας εφαρμογής
- volé, détourné ou égaré : κλαπέν, υπεξαιρεθέν ή απωλεσθέν αντικείμενο / αντικείμενο που έχει κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί
- usage détourné de médicaments / usage non thérapeutique de médicaments : κατάχρηση φαρμάκων
- acheminement par voie détournée : εναλλακτική δρομολόγηση
Subscribe
0 Comments