Εφαρμογή του

dévier στα ελληνικά
dévier
λέγεται
ντεβιέ
.
dévier
σημαίνει στα ελληνικά
παραστρατίζω / παρακάμπτω / στρίβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dévier : μεταστρέφω
- devier : απόκλιση
- voie déviée (Preferred) / déviation : παράκαμψη / γραμμή σε παράκαμψη
- fil dévié : κεκλιμένη ξυλώδης ίνα
- flux dévié : ροή παράκαμψης / παρακαμπτήρια ροή
- forage dévié / forage dirigé : διάτρηση υπό γωνία / κατευθυνόμενη διάτρηση
- force déviante / force de Coriolis : δύναμη CORIOLIS / οριζόντια εκτρεπτική δύναμη
- flexion déviée / flexion bi-axiale : διαξονική κάμψη
- faisceau dévié : εκτραπείσα δέσμη
- branche déviée : παρεκκλίνων κλάδος
Subscribe
0 Comments