Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

dévisager στα ελληνικά
dévisager
λέγεται
ντεβιζαζέ
.
dévisager
σημαίνει στα ελληνικά
κοιτάζω στα μάτια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
