Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

diffamation στα ελληνικά
diffamation
λέγεται
ντιφαμασιόν
.
diffamation
σημαίνει στα ελληνικά
δυσφήμιση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- diffamation : συκοφαντική δυσφήμιση
- diffamation des religions : καθύβριση θρησκεύματος (Preferred) / προσβολή θρησκεύματος
- outrage, injure, diffamation : προσβολή, εξύβριση, δυσφήμηση
- outrage, injure, diffamation : εξύβριση, δυσφήμηση έργω ή λόγω
- diffamation par article de presse : δυσφήμηση μέσω του Τύπου
- assurance responsabilité diffamation : ασφάλιση αστικής ευθύνης για δυσφήμηση
Subscribe
0 Comments


