Εφαρμογή του

différencier στα ελληνικά
différencier
λέγεται
ντιφερανσιέ
.
différencier
σημαίνει στα ελληνικά
διαφοροποιώ / διαφέρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- système TAD / système de taux d'actualisation différenciés : σύστημα διαφοροποιημένων προεξοφλητικών επιτοκίων (DDR-system)
- sonnerie spéciale / sonnerie distincte : διακριτικός κωδωνισμός / διαφοροποιημένος κωδωνισμός
- cancer différencié : διαφοροποιημένος καρκίνος
- trempe différenciée : Zώνη σκλήρυνσης / περιοχή σκλήρυνσης
- MICDA / MIC différentiel adaptatif : ADPCM / προσαρμοστική διαφορική παλμοκωδική διαμόρφωση
- primes différenciées : διάφορες μορφές πριμ
- LAM1 / leucémie aiguë myéloblastique M1 : LAM1 / οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία τύπου Μ1
- engins différenciés : διαφοροποιημένα αλιευτικά εργαλεία
- TAD / taux d'actualisation différencié : διαφοροποιημένο προεξοφλητικό επιτόκιο
- collecte différenciée / collecte sélective des déchets ménagers : επιλεκτική συλλογή οικιακών απορριμμάτων
Subscribe
0 Comments