Εφαρμογή του

dignité στα ελληνικά
dignité
λέγεται
ντινιιτέ
.
dignité
σημαίνει στα ελληνικά
αξιοπρέπεια / αξίωμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dignité humaine / dignité de la personne humaine : ανθρώπινη αξιοπρέπεια
- dignité humaine : αξία του ανθρώπου / ανθρώπινη αξιοπρέπεια
- Convention sur les droits de l'homme et la biomédecine / Convention pour la protection des droits de l'homme et de la dignité de l'être humain à l'égard des applications de la biologie et de la médecine : Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική / Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής
- dignité au travail : αξιοπρέπεια στην εργασία
- Protocole additionnel à la Convention pour la protection des droits de l'homme et de la dignité de l'être humain à l'égard des applications de la biologie et de la médecine, portant interdiction du clonage d'êtres humains / Protocole contre le clonage : Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου όντος έναντι των εφαρμογών της βιολογίας και της ιατρικής, το οποίο απαγορεύει την κλωνοποίηση του ανθρωπίνων όντων
- respect de la dignité humaine : σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
- atteinte à la dignité sexuelle : προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
- atteintes à la dignité de la personne : προσβολές κατά της ατομικής αξιοπρέπειας
- dignité inhérente à la personne humaine : έμφυτη αξιοπρέπεια του ανθρώπου
- expérimentation contraire à la dignité humaine : ενέργεια που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Subscribe
0 Comments