Εφαρμογή του

dilater στα ελληνικά
dilater
λέγεται
ντιλατέ
.
dilater
σημαίνει στα ελληνικά
διαστέλλω / διευρύνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- liquide dilatant : διαστελλόμενο υγρό
- ostium urétéral dilaté : διασταλτικό ουρητηρικό στόμιο
- appareil à échelle dilatée : όργανο εκτεταμένης κλίμακας
Subscribe
0 Comments