Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

directrice στα ελληνικά
directrice
λέγεται
ντιρεκτρίς
.
directrice
σημαίνει στα ελληνικά
διευθύντρια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- directeur : Διευθυντής / Δ
- règle-cône / règle directrice : κατευθυντήρια ράβδος
- orientations / directives : κατευθυντήριες αρχές
- Directeur : Διευθυvτής
- directeur : διευθυντής
- directeur : κατευθυντήρας
- superviseur / programme directeur : επόπτης / διευθύνον πρόγραμμα
- directeur / brin directeur : κατευθυντήρας
- directeur : γενικός διευθυντής
Subscribe
0 Comments


