Εφαρμογή του

discordant στα ελληνικά
discordant
λέγεται
ντισκορντάν
.
discordant
σημαίνει στα ελληνικά
παράφωνος / παράτονος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- discordant : ασύμφωνο στρώμα
- discordant : αντίθετος / ασύμφωνος
- échantillon discordant : ασύμφωνο δείγμα
Subscribe
0 Comments