Εφαρμογή του

discret στα ελληνικά
discret
λέγεται
ντισκρέ
.
discret
σημαίνει στα ελληνικά
εχέμυθος / διακριτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- discret : διακεκριμένος
- discret / discontinu : ασυνεχής,διακριτός
- discret : εχέμυθος
- observation / observation discrète : παρακολούθηση
- ton discret : διακριτός τόνος
- code discret : διακριτός κώδικας
- type discret : διακριτικός τύπος
- offre discrète : μυστικότητα επισύνδεσης
- phase discrète : διακριτή φάση
- rapport discret : διακεκριμένη σχέση μετάδοσης
Subscribe
0 Comments