Εφαρμογή του

disjoncteur στα ελληνικά
disjoncteur
λέγεται
ντιζονκτέρ
.
disjoncteur
σημαίνει στα ελληνικά
ασφάλεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- disjoncteur / disjoncteur différentiel : διακόπτης ασφαλείας
- disjoncteur / sectionneur : σύνδεση γείωσης
- disjoncteur : διακόπτης ισχύος
- disjoncteur : διακόπτης αποκοπής
- disjoncteur shunt : διακόπτης ισχύος εξουδετερώσεως σφάλματος
- disjoncteur à cuve : διακόπτης με ελαιολεκάνη
- DDFT / disjoncteur-détecteur de fuites à la terre : GFCI / διακόπτης κυκλώματος βλάβης γείωσης
- disjoncteur de ligne : διακόπτης γραμμής / διακόπτης αγωγού τροφοδοσίας
- disjoncteur de ligne : διακόπτης εξόδου
- disjoncteur à levier : διακόπτης κυκλώματος τύπου τάμπλερ / διακόπτης κυκλώματος ανατρεπόμενου μοχλίσκου
Subscribe
0 Comments