Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

disjoncteur στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
disjoncteur
λέγεται
ντιζονκτέρ
.
disjoncteur
σημαίνει στα ελληνικά
ασφάλεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • disjoncteur / disjoncteur différentiel : διακόπτης ασφαλείας
  • disjoncteur / sectionneur : σύνδεση γείωσης
  • disjoncteur : διακόπτης ισχύος
  • disjoncteur : διακόπτης αποκοπής
  • disjoncteur shunt : διακόπτης ισχύος εξουδετερώσεως σφάλματος
  • disjoncteur à cuve : διακόπτης με ελαιολεκάνη
  • DDFT / disjoncteur-détecteur de fuites à la terre : GFCI / διακόπτης κυκλώματος βλάβης γείωσης
  • disjoncteur de ligne : διακόπτης γραμμής / διακόπτης αγωγού τροφοδοσίας
  • disjoncteur de ligne : διακόπτης εξόδου
  • disjoncteur à levier : διακόπτης κυκλώματος τύπου τάμπλερ / διακόπτης κυκλώματος ανατρεπόμενου μοχλίσκου

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments