Εφαρμογή του

disparaître στα ελληνικά
disparaître
λέγεται
ντισπαρέτρ
.
disparaître
σημαίνει στα ελληνικά
εξαφανίζομαι / χάνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- disparaitre : εξαφανίζομαι
- espèce éteinte / espèce disparue : εξαφανισθέν είδος / είδος που έχει εξαφανισθεί
- espèce disparue : εξαφανισθέν είδος
- produit disparu : προϊόν οικονομικά απαξιωμένο
- personne disparue : εξαφανισθείς
- disparu au combat : αγνοούμενος πολέμου / αγνοούμενος πολεμικών επιχειρήσεων
- personne disparue / personne portée manquante : αγνοούμενος
- CPD / Comité des personnes disparues : Επιτροπή για τους Αγνοουμένους στην Κύπρο
- fonctionnaire disparu : υπάλληλος άγνωστης διαμονής
- volé, détourné ou égaré : κλαπέν, υπεξαιρεθέν ή απωλεσθέν αντικείμενο / αντικείμενο που έχει κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί
Subscribe
0 Comments