Εφαρμογή του

dispersion στα ελληνικά
dispersion
λέγεται
ντισπερσιόν
.
dispersion
σημαίνει στα ελληνικά
διασκορπισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dispersion : διασπορά
- variation / dispersion : μεταβλητότητα
- dispersion : διασπορά / διασκορπισμός
- dispersion : διασκορπισμός,διασκόρπιση,απομάκρυνση
- balayage / nettoyage : σάρωση
- dispersion / défloculation : διαχωρισμός
Subscribe
0 Comments