Εφαρμογή του

dissipation στα ελληνικά
dissipation
λέγεται
ντισιπασιόν
.
dissipation
σημαίνει στα ελληνικά
διάλυση / απροσεξία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dissipation : διασπορά
- dissipation : μετατροπή σε θερμότητα
- dissipation : απώλειες ενέργειας
- bloc brise-charge / dent de dissipation : προεξοχή πρόσκρουσης
- bloc brise-charge / dent de dissipation : προεξοχή καταστροφής ενέργειας σε κεκλιμένη διώρυγα
- auge de déflection / cuillère de dissipation : κατασκευή αναπήδησης
- dissipation d'anode : απώλειες υποδοχής
- dissipation d'anode : ονομαστικές απώλειες υποδοχής
- dissipation au repos : κατανάλωση ηρεμίας
Subscribe
0 Comments