Εφαρμογή του

distraction στα ελληνικά
distraction
λέγεται
ντιστραξιόν
.
distraction
σημαίνει στα ελληνικά
αφηρημάδα / ψυχαγωγία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- distraction : περισπασμός / διάσπαση της προσοχής
- distraction / déclassement : αποχαρακτηρισμός
- distraction au profit de la caisse de la Cour : αφαίρεση υπέρ του ταμείου του Δικαστηρίου
- distraction au profit de la caisse du Tribunal : αφαίρεση ποσών υπέρ του ταμείου του Πρωτοδικείου
Subscribe
0 Comments