Εφαρμογή του

divergence στα ελληνικά
divergence
λέγεται
ντιβερζάνς
.
divergence
σημαίνει στα ελληνικά
διαφορά / αντιγνωμία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- divergence : απóκλιση
- division / divergence : μερισμός
- divergence : απόκλισις / επαυξητική απόκλιση
- divergence : απόκλιση
- divergence / point de divergence : μερισμός / διακλάδωση
- divergence : διαστολή
- divergence : απόκλιση / διάσταση
- divergence : εκτροπή
Subscribe
0 Comments