Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

diverger στα ελληνικά
diverger
λέγεται
ντιβερζέ
.
diverger
σημαίνει στα ελληνικά
διαφέρω / αντιγνωμώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- carénage / diffuseur : διαχυτής / συγκεντρωτής
- divergent : αποκλίνον τμήμα αναμίκτου
- divergent : αποκλίνων
- divergent : αποκλίνων / διιστάμενος
- avis divergent : διαφορετική γνώμη
- porte de chalut / panneau de chalut : πόρτα τράτας / πόρτα της τράτας
- débit divergent : αποκλίνων κυκλοφοριακός φόρτος / μεριζόμενος κυκλοφοριακός φόρτος
- divergent court : κολοβός ανασχετικός θερμοσωλήνας
- trafic divergent : επαγγελματική κυκλοφορία προς τον τόπο εργασίας
Subscribe
0 Comments


