Εφαρμογή του

divorcer στα ελληνικά
divorcer
λέγεται
ντιβορσέ
.
divorcer
σημαίνει στα ελληνικά
παίρνω διαζύγιο / xωρiζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- divorce : διαζύγιο
- divorcée : διαζευγμένη
- divorcé : διαζευγμένος
- père divorcé : διαζευγμένος πατέρας
- mère divorcée : χωρισμένη μητέρα / διαζευγμένη μητέρα
- divorcialité / taux de divorce : ποσοστό διαζυγίων
- parent divorcé : διαζευγμένος γονέας
- femme divorcée : διαζευγμένη γυναίκα
- couple divorcé : διαζευγμένοι γονείς
Subscribe
0 Comments