Εφαρμογή του

divulguer στα ελληνικά
divulguer
λέγεται
ντιβυλγκέ
.
divulguer
σημαίνει στα ελληνικά
φανερώνω / διαλαλώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- divulguer un document : δημοσίευση εγγράφου
- divulguer un document : δίδω έγγραφο στη δημοσιότητα
- obligation de divulguer / obligation d'information : υποχρέωση γνωστοποίησης
- divulguer des informations : μεταδίδω πληροφορίες
- informations non divulguées / informations à ne pas divulguer : μυστική πληροφορία
- dessin ou modèle divulgué au public : σχέδιο ή υπόδειγμα προσιτό στο κοινό
- protection des renseignements non divulgués : προστασία μη αποκαλυφθεισών πληροφοριών
- divulguer les informations qui,par leur nature,sont couvertes par le secret professionnel : μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα
- données de fabrication concernant des procédés brevetés, faisant l'objet de licences ou non divulgués, ou des procédés pour lesquels une demande de brevet a été déposée : στοιχεία κατασκευής που αφορούν μεθόδους για τις οποίες υπάρχει δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, υποχρέωση μη αποκάλυψης ή έχει εκδοθεί άδεια, ή μεθόδους για τις οποίες εκκρεμεί η αναγνώριση δικαιώματος ευρεσιτεχνίας
Subscribe
0 Comments