Εφαρμογή του

dominer στα ελληνικά
dominer
λέγεται
ντομινέ
.
dominer
σημαίνει στα ελληνικά
κυριαρχώ / δεσπόζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dominer : υπερισχύω
- dominant : κυρίαρχος
- dominé / opprimé : κυριαρχούμενος,υπολειπόμενος
- dominant : επικρατών / υπερισχύων
- dominant : υπερέχων ή επικρατής κυρίαρχος
- dominante : επικρατών
- mode / valeur modale : κορυφή / τύπος
- maison mère / société mère : μητρική εταιρεία / ελέγχουσα εταιρεία
- eau dominante : με επικρατέστερη την υγρή φάση
- vent dominant : κύριος άνεμος / επικρατέστερος άνεμος
Subscribe
0 Comments