Εφαρμογή του

doper στα ελληνικά
doper
λέγεται
ντοπέ
.
doper
σημαίνει στα ελληνικά
ντοπάρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- doper : εισάγω πρόσμειξη
- ad / camé : ναρκομανής
- dope / additif préparé de lubrification : παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως / παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
- dopant : πρόσμιξη εμποτισμού
- dopage / concentration d'impuretés : συγκέντρωση προσμίξεων
- dopant : νοθευτής / πρόσμιξη
- héroïne / diamorphine : ηρωίνη / διακετυλομορφίνη
- ion dopant : ιόν νόθευσης
- couche ITO / couche d'Oxyde d'indium dopé à l'étain : στρώμα ΙECΟ
- huile dopée : λάδι με πρόσθετα
Subscribe
0 Comments