Εφαρμογή του

dorer στα ελληνικά
dorer
λέγεται
ντορέ
.
dorer
σημαίνει στα ελληνικά
επιχρυσώνω / χρυσώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- SARM / SDRM : ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκος / χρυσίζων σταφυλόκοκκος ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη
- mil / dora : κεχρί / κέχρος
- \SBG / dorade dorée : τσιπούρα
- doré : χρυσοκίτρινος
- SARV / Staphylococcus aureus résistant à la vancomycine : Staphylococcus aureus ανθεκτικός στη βανκομυκίνη / VRSA
- STV / doré jaune : βόμβυξ του λυκίσκου
- avenette / avoine dorée : τρίσετον το κίτρινο
- lupuline / minette dorée : μηδική η λυκίσκη / μηδική η αλουπουλίνα
Subscribe
0 Comments