Εφαρμογή του

doubler στα ελληνικά
doubler
λέγεται
ντουμπλέ
.
doubler
σημαίνει στα ελληνικά
διπλασιάζω / φοδράρω / προσπερνάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- doubler : ενισχύω με επένδυση
- doubler : διπλιάζω
- plier / doubler : τυλίγω / διπλώνω
- doubler : προσπερνώ
- leucite / métasilicate : λευκίτης / διπλό πυριτικό άλας αργιλίου και καλίου
- double : διπλό
- support / machine d'oxycoupage à double bras : μηχανή φλογοκοπής με διπλό σταθερό βραχίονα / μηχανή κοπής με φλόγα οξυγόνου με διπλό σταθερό βραχίονα
- chemise / jaquette : θάλαμος νερού / χιτώνιο νερού
- double / semelle intercalaire : ενδιάμεσο πέλμα
- doublé / plaqué : επιστρωμένο με πολύτιμο μέταλλο
Subscribe
0 Comments