Εφαρμογή του

doué στα ελληνικά
doué
λέγεται
ντουέ
.
doué
σημαίνει στα ελληνικά
τετραπέρατος / τσακάλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- molécule autoréplicative / molécule auto-reproductrice : αυτοαντιγραφόμενο μόριο
- embryon humain doué d'existence : υπάρχον ανθρώπινο έμβρυο
- substance douée de toxicité foetale : ουσία αναγνωρισμένης τοξικότητας στο έμβρυο
- élèves non motivés et les moins doués : μαθητές που εμφανίζουν αδιαφορία ή μειωμένες ικανότητες
Subscribe
0 Comments