Εφαρμογή του

doyen στα ελληνικά
doyen
λέγεται
ντουαγιάν
.
doyen
σημαίνει στα ελληνικά
πρεσβύτερος / κοσμήτορας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- doyen : αρχαιότερος' παλαιότερος / αρχαιότερος (των στρατιωτικών ελπροσώπων)
- doyen d'âge / député le plus âgé : πρεσβύτερος βουλευτής
- doyen d'âge / membre le plus âgé : πρεσβύτερος βουλευτής
- trépan de Doyen / pièce à main de Doyen : τρύπανο του Doyen
- rugine de Doyen : ξέστρο του Doyen
- opération de Doyen : εγχείρηση Doyen
Subscribe
0 Comments