Εφαρμογή του

drainer στα ελληνικά
drainer
λέγεται
ντρενέ
.
drainer
σημαίνει στα ελληνικά
αποστραγγίζω / προσελκύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- drainer : αποστραγγίζω
- draine / grive draine : γερακότσιχλα
- draineuse / machine à drainer : μηχανή εκσκαφής τάφρων και τοποθέτησης σωλήνων
- drain / écran drainant : κατακόρυφο ή κεκλιμένο στραγγιστήριο
- grive draine : τσαρτσάρα
- essai drainé : δοκιμή με αποστράγγιση
- puits drainant : απορροφητικό φρέαρ / αποστραγγιστικό φρέαρ
- tapis drainant : κατάντη στραγγιστήριο
- puits drainant : στραγγιστικό φρέαρ
- couche drainante : αποστραγγιστικό στρώμα
Subscribe
0 Comments