Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

duplicata στα ελληνικά
duplicata
λέγεται
ντυπλικατά
.
duplicata
σημαίνει στα ελληνικά
αντίγραφο / διπλότυπο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- copie / duplicata : αντίγραφο ταινίας
- duplicata : αντίτυπο
- duplicata : διπλασιασμός
- échantillon dupliqué / échantillon en duplicata : επαναληπτικό δείγμα
- duplicata de la lettre de voiture : αντίτυπο φορτωτικής / αντίτυπο φορτωτικού εγγράφου
- duplicata du document d'identification : αντίγραφο του εγγράφου αναγνώρισης
  Subscribe 
 0 Comments



