Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

durcir στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
durcir
λέγεται
ντυρσίρ
.
durcir
σημαίνει στα ελληνικά
σκληραίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • ébonite / caoutchouc durci : εβονίτης / σκληρυμμένο καουτσούκ
  • poudrette / caoutchouc en poudre obtenu à partir de déchets ou de débris de caoutchouc non durci : καουτσούκ σε σκόνη,το οποίο λαμβάνεται από τα απορρίμματα ή από τα αποκόμματα του μη σκληρυμένου καουτσούκ
  • durcisseur / agent réactif : σκληρυντής
  • durcissant / durcisseur : σκληρυντής / σκληρυντικό πρόσθετο
  • site durci / site protégé : ειδικά κατασκευασμένη, ενισχυμένη, θέση, ανθεκτική σε ΑΒΧ επίθεση
  • verre durci / verre semi-trempé : Eλαφρά σκληρημένο γυαλί
  • plomb durci : σκληρός μόλυβδος
  • caséine durcie : σκληρυμμένη καζεΐνη
  • gélatine durcie : σκληρυμένη ζελατίνη
  • caoutchouc durci : σκληρυμμένο καουτσούκ

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments