Εφαρμογή του

durcir στα ελληνικά
durcir
λέγεται
ντυρσίρ
.
durcir
σημαίνει στα ελληνικά
σκληραίνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ébonite / caoutchouc durci : εβονίτης / σκληρυμμένο καουτσούκ
- poudrette / caoutchouc en poudre obtenu à partir de déchets ou de débris de caoutchouc non durci : καουτσούκ σε σκόνη,το οποίο λαμβάνεται από τα απορρίμματα ή από τα αποκόμματα του μη σκληρυμένου καουτσούκ
- durcisseur / agent réactif : σκληρυντής
- durcissant / durcisseur : σκληρυντής / σκληρυντικό πρόσθετο
- site durci / site protégé : ειδικά κατασκευασμένη, ενισχυμένη, θέση, ανθεκτική σε ΑΒΧ επίθεση
- verre durci / verre semi-trempé : Eλαφρά σκληρημένο γυαλί
- plomb durci : σκληρός μόλυβδος
- caséine durcie : σκληρυμμένη καζεΐνη
- gélatine durcie : σκληρυμένη ζελατίνη
- caoutchouc durci : σκληρυμμένο καουτσούκ
Subscribe
0 Comments