Εφαρμογή του

durée στα ελληνικά
durée
λέγεται
ντυρέ
.
durée
σημαίνει στα ελληνικά
διάρκεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- durée : διάρκεια ζωής
- durée : χρόνος λειτουργίας
- durée : χρονική διαδικασία
- durée / délai : καθυστέρηση μετάδοσης
- durée du mandat (Preferred) / mandat (Admitted) : θητεία / διάρκεια της εντολής
- tenue / comportement : αντοχή
- mandat / durée du mandat : θητεία / διάρκεια της θητείας
- vital / durant la vie : κατά την διάρκεια της ζωής
- DVMP / durée de vie moyenne pondérée : ΣΜΔΖ / σταθμισμένη μέση διάρκεια ζωής
- MTBF / temps moyen entre pannes : μέσος χρόνος μεταξύ διακοπών / μέσος χρόνος μεταξύ σφαλμάτων
Subscribe
0 Comments