Εφαρμογή του

dysfonctionnement στα ελληνικά
dysfonctionnement
λέγεται
ντισφονξιονμάν
.
dysfonctionnement
σημαίνει στα ελληνικά
δυσλειτουργία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- dysfonction / dysfonctionnement : δυσλειτουργία
- dysfonctionnement : δυσλειτουργία/ελαττωματική λειτουργία
- dysfonctionnement : δυσλειτουργία
- carence du marché / défaillance du marché : αποτυχία της αγοράς / ανεπάρκεια της αγοράς
- trouble vésical / dysfonctionnement vésical : λειτουργική διαταραχή ουροδόχου κύστης
- durée d'utilité : ωφέλιμη ζωή
- alerte éthique / alerte professionnelle : καταγγελία δυσλειτουργίας / "κάρφωμα"
- témoin de défaillance / indicateur de dysfonctionnement : δείκτης δυσλειτουργίας / ΕΔ
Subscribe
0 Comments