Εφαρμογή του

ébriété στα ελληνικά
ébriété
λέγεται
εμπριετέ
.
ébriété
σημαίνει στα ελληνικά
μέθη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ivresse / ébriété : μέθη / οξεία δηλητηρίαση από οινόπνευμα
- ébriété : μέθη
- ébriété / état d'ivresse : μέθη
- conduite en état d'ivresse / conduite en état d'ébriété : οδήγηση σε κατάσταση μέθης / οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος
Subscribe
0 Comments