Εφαρμογή του

échapper στα ελληνικά
échapper
λέγεται
εσαπέ
.
échapper
σημαίνει στα ελληνικά
ξεφεύγω / διαφεύγω / γλιτώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bois échappé : διαφυγούσα ξυλεία
- débit échappé : διαφεύγουσα παροχή
- faillir heurter / l'échapper belle : αποφεύγω μόλις τη σύγκρουση
- panneau d'échappée / panneau d'évacuation : δίοδος διαφυγής / στόμιο διαφυγής
- échappée extérieure : εξωτερική οδός διαφυγής
- faire tomber la vapeur / laisser échapper la vapeur : αφήνω να διαφύγει ο ατμός
- laisser échapper la vapeur : αφήνω τον ατμό να διαφύγει
- échapper aux règles de concurrence : διαφεύγουν τους κανόνες ανταγωνισμού
- moyen de transport aménagé de sorte que les animaux ne puissent s'échapper : μεταφορικό μέσο που δεν επιτρέπει τη διαφυγή των ζώων
Subscribe
0 Comments