Εφαρμογή του

écharde στα ελληνικά
écharde
λέγεται
εσάρντ
.
écharde
σημαίνει στα ελληνικά
σκλήθρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- écharde / perforation due aux charançons ou aux chenilles : τσίμπημα από έντομα
- échardes / aspérités : τραχεία επιφάνεια
Subscribe
0 Comments