Εφαρμογή του

écharpe στα ελληνικά
écharpe
λέγεται
εσάρπ
.
écharpe
σημαίνει στα ελληνικά
σάλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- écharpe : τριγωνικός επίδεσμος
- écharpe : σάρπα / εσάρπα
- écharpe : διαγώνια ράβδος / εφελκυομένη ράβδος
- écharpe de bout : αντηρίδα της μετωπικής πλευράς / διαγώνιο δοκάρι της μετωπικής πλευράς
- écharpe de côté / écharpe de paroi latérale : αντηρίδα πλευρικής παρειάς
- prise en écharpe : πλευρική σύγκρουση / πλευρική πρόσκρουση
- écharpe de Barwell : επίδεσις τύπου BARWELL
- soudure en écharpe / soudure par amorces : συγκόλληση χιαστί / συγκόλληση με επικάλυψη
- protection contre la prise en écharpe / protection d'une convergence d'itinéraires : πλευρική προστασία / διασφάλιση συγκοινωνίας
- fixation des écharpes d'une porte d'écluse en bois : στήριξη των διαγωνίων ράβδων ενός ξυλίνου θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης / στήριξη των εφελκυομένων ράβδων ενός ξυλίνου θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης
Subscribe
0 Comments