Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

écharpe στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
écharpe
λέγεται
εσάρπ
.
écharpe
σημαίνει στα ελληνικά
σάλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • écharpe : τριγωνικός επίδεσμος
  • écharpe : σάρπα / εσάρπα
  • écharpe : διαγώνια ράβδος / εφελκυομένη ράβδος
  • écharpe de bout : αντηρίδα της μετωπικής πλευράς / διαγώνιο δοκάρι της μετωπικής πλευράς
  • écharpe de côté / écharpe de paroi latérale : αντηρίδα πλευρικής παρειάς
  • prise en écharpe : πλευρική σύγκρουση / πλευρική πρόσκρουση
  • écharpe de Barwell : επίδεσις τύπου BARWELL
  • soudure en écharpe / soudure par amorces : συγκόλληση χιαστί / συγκόλληση με επικάλυψη
  • protection contre la prise en écharpe / protection d'une convergence d'itinéraires : πλευρική προστασία / διασφάλιση συγκοινωνίας
  • fixation des écharpes d'une porte d'écluse en bois : στήριξη των διαγωνίων ράβδων ενός ξυλίνου θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης / στήριξη των εφελκυομένων ράβδων ενός ξυλίνου θυροφράγματος δεξαμενής ανύψωσης

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments