Εφαρμογή του

éclair στα ελληνικά
éclair
λέγεται
εκλέρ
.
éclair
σημαίνει στα ελληνικά
αστραπή / λάμψη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- foudre / éclair : αστραπή
- éclair : φλάς
- éclair : κεραυνός
- éclair / spoking : ελαττωματική ακτίνα οθόνης / ελάττωμα φωτισμού ακτίνας σάρωσης οθόνης ραντάρ
- ECLAIR / Programme pluriannuel de recherche et de développement technologique dans le domaine agro-industriel, basé sur les biotechnologies (1988-1993) : ECLAIR / Πολυετές πρόγραμμα αγροβιομηχανικής έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης με βιοτεχνολογικές μεθόδους (1988-1993)
- crue éclair / crue brutale : στιγμιαία πλημμύρα
- PE / point d'éclair : σημείο έκλαμψης
- cube-éclair : κύβος φλας / κύβος αστραπιαίου φωτός
- krach éclair : στιγμιαίο κραχ
Subscribe
0 Comments