Εφαρμογή του

éclaircie στα ελληνικά
éclaircie
λέγεται
εκλερσί
.
éclaircie
σημαίνει στα ελληνικά
ξαστεριά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éclaircie : αραίωση
- éclaircie : αιθρίαση
- éclaircie / coupe d'éclaircie : αραίωσις δάσους
- éclaircie : ηλιοφάνεια
- démarier / éclaircir : αραιώνω / καθαρίζω
- éclaircir : αραιώνω
- pouvoir colorant / pouvoir réducteur : ικανότητα λεύκανσης
- éclaircie libre / éclaircie sélective individuelle : αραίωσις κατ'επιλογήν,εκλεκτική κατ'άτομον αραίωσις
- pêche d'éclaircie : αλιεία αραίωσης
- éclaircie tardive : όψιμος φωτοδότις υλοτομία
Subscribe
0 Comments