Εφαρμογή του

éclatement στα ελληνικά
éclatement
λέγεται
εκλατμάν
.
éclatement
σημαίνει στα ελληνικά
σκάσιμο / διάσπαση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- éclatement : επιμερισμός
- éclatement : καταμερισμός
- éclatement : ρήξη,έκρηξη
- éclatement : διάρρηξη πυρίμαχου υλικού
- éclatement : διάσπαση
- éclatement : έκρηξη / σκάσιμο
- éclatement : έκρηξη / σκάσιμο
- éclatement : θραύσις,ρήξις
- éclat / éclatement : διάρρηξις,θραυσμός,σκάσιμο
- éclatement : σκάσιμο ελαστικού
Subscribe
0 Comments